Σλαύος

Σλαύος
ο , Σλαύα η слав|янин, -янка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Σλαύος" в других словарях:

  • Σλάβος — ο, θηλ. Σλάβα, και παλαιά γρφ. Σλαύος, α, Ν (κυρίως στον πληθ.) οι Σλάβοι λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, το πολυαριθμότερο εθνικό και γλωσσικό σώμα λαών στην Ευρώπη, όπου είναι εγκατεστημένοι κυρίως στην ανατολική, σε μέρος τής κεντρικής Ευρώπης… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»